ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Ὅταν
πολεμῆται ὁ ἐν μετανοία ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ἀντιπαλεύει καί
ἀντιμάχεται στίς προσβολές, πού δέχεται ἀπό τόν διάβολο. Καί ὅταν
προσβάλλεται ἀπό τούς λογισμούς, ἀντιστέκεται μέ τό ἔργο τῆς Εὐχῆς,
προφορικῆς καί νοερᾶς. Ὅταν, πάλι, πολιορκῆται ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν
δαιμόνων, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, καί εἰδικώτερα ὅταν βομβαρδίζεται
μανιακῶς μέσα του, ἐσωτερικά, καί ταράσσεται γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο,
ἐπικαλεῖται σέ βοήθεια τό πῦρ ἐξ οὐρανοῦ, λέγοντας συνεχῶς καί
ἀδιαλείπτως: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», διότι «ὁ Θεός ἡμῶν (ἐστί) πῦρ καταναλῖσκον» (Ἐβρ. Ιβ΄: 29) καί Αὐτός θά διαλύση τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων καί τούς ἀχυρώδεις, ἀκαθάρτους, πονηρούς, αἰσχρους καί βλάσφημους λογισμούς.Ὅπου
πορεύεται κάποιος βασιλεύς, διώκονται οἱ ἐχθροί. Ἔτσι, ὅπου πηγαίνει ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, φυγαδεύονται τῶν δαιμόνων οἱ φάλαγγες,
καθότι «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλ. Β΄: 10), δηλαδή τῶν δαιμόνων.
Καθημένου
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς δόξης, ἐπί τοῦ θρόνου
τῆς καρδίας, τά πάντα ὑποτάσσονται καί ὑπακούουσιν Αὐτῷ. Χαρά μεγάλη
στόν οὐρανό τῆς καρδίας. Διότι ἄν γιά κάθε ἄνθρωπο, πού μετανοεῖ,
γίνεται «χαρά ἐν τῷ οὐρανῷ» (Λουκ. Ιε΄: 7), πολύ
περισσότερο ὅταν τήν καρδία ἐπισκέπτεται ἡ σωστική θεία Χάρις τοῦ Ἁγίου
ἐν Τριάδι Θεοῦ καί δή τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου. Θεία μακαριότης καί
εὐφροσύνη, ἀπέραντη ἀγαλλίασις!…
Ἄς
προσέξουμε, γιατί σάν πέτρα σκανδάλου, σάν δόλιος νυκτοκόρακας καί σάν
ἄγριο θηρίο ἐπιτίθεται κατά τοῦ προσευχομένου χριστιανοῦ ὁ διάβολος. Καί
αὐτό, διότι καταφλέγεται, μαστιγώνεται καί δέρνεται ἀπό τήν Εὐχή, ὅπως
λέγει ὁ Γέροντας μου διηγούμενος κάποτε τό ἑξῆς γεγονός:
Ἕνας
νέος, πρίν ἀπό χρόνια, εἶχε πολλά ψυχικά προβλήματα καί εἶχε φθάσει
μέχρι δαιμονοκρατίας. Ἀπεφάσισαν οἱ δικοί του καί ὁ ἴδιος, νά μεταβῆ στό
Ἅγιον Ὄρος καί νά ἐνταχθῆ σέ μιά συνοδεία.
Ὁ
Γέροντας τῆς συνοδείας, Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, περίφημος γιά τήν δύναμι τῆς
προσευχῆς του, τόν κράτησε, τοῦ ἔμαθε τήν προφορική Εὐχή καί τόν ἔβαλε
νά σκαλίζη μερικά ξύλινα Σταυρουδάκια. Ὁποιαδήποτε κι ἄν ἦτο ἡ ἐργασία
του, νύχτα, πρωί, μεσημέρι, ἀπόγευμα, μέσα στήν ἐκκλησία καί ἔξω ἀπ᾿
αὐτήν, ὅπου κι ἄν εὑρίσκετο, θά ἔπρεπε νά λέη συνεχῶς μέ τό στόμα του:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Πολλές
φορές ἀναποδογύριζε τά τραπέζια, ἔκανε ἄνω-κάτω τό μικρό κελλάκι του,
κλείδωνε τίς πόρτες, ξερρίζωνε τά μικρά σπαρμένα λαχανικά, ἔκοβε τά
δενδράκια, πετοῦσε πέτρες, φώναζε, τσίριζε, ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα
του. Καί μάλιστα μέσα στή νύχτα συνέβαινε μέ γυναικεία φωνή νά βωμολοχῆ
χυδαιότατα καί νά ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε:
-
Πάψε, μέ καῖς! Πές τίποτε ἄλλο, πές ὅ,τι θέλεις, πές ἀπό τήν Λειτουργία, ψάλλε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, μόνο αὐτό τό Ὄνομα μή λές! Τοῦ ἔλεγε ἀκόμη:
-
Γιατί δέν πᾶς μέσα νά βοηθήσης τόν Γέροντα, πού εἶναι μεγάλος καί νά ψάλλης μαζί του στήν Λειτουργία; (Στήν Λειτουργία τόν ἤθελε ὁ διάβολος νά ψάλλη, τήν Εὐχή ὅμως δέν τόν ἤθελε νά τήν λέη!!! Ἑπομένως, καταλαβαίνετε τί ἀξία ἔχει αὐτό τό Ὄνομα, ὅταν λέγεται συνεχῶς!!!).
Καί
ὁ δαιμονισμένος ἐκαθαρίσθη καί ἐθεραπεύθη τελείως. Ἡ δέ συμβουλή τοῦ
ὁσίου Γέροντος Ἰωσήφ ἦτο νά μή βγῆ ἔξω, στόν κόσμο, διότι τό κακό θά
ἐπαναλαμβανόταν, μέ τήν κοσμική ζωή πού θά ἔκανε.
Δέν
ἄκουσε ὅμως τόν ὅσιο αὐτόν ἀσκητή καί ἡσυχαστή τῶν ἡμερῶν μας (πού
διέδωσε τήν Νοερά προσευχή στά νεώτερα χρόνια μας, ἀπό τό 1950 καί
ἐντεῦθεν, σέ ὁλόκληρο τόν κόμο), καί πράγματι, ὅταν γύρισε στόν κόσμο,
μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή του, ξαναδαιμονίσθηκε. Γύρισε πίσω, στό Ἅγιον Ὄρος,
ἀλλά τό “κουσούρι” πλέον καί ἡ δαιμονοκρατία δέν ἔφυγε ἀπό πάνω του (Προσωπικές σημειώσεις).
Ἡ
καρδιά, ὡς παραφυσικό κέντρο, ἔχει λογισμούς πονηρούς καί σάν κράτος
παρά τήν φύσι καί τούς θείους νόμους, κυριεύεται ἀπό τίς νοητές
ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀπό τά πάθη, τίς ἀδυναμίες, τίς διαστροφές καί
τίς κακίες. Ἔτσι δημιουργοῦνται μέσα μας πνευματικές ἀναστατώσεις καί
ταραχές καί πόθοι σαρκικοί, ἀπό διεγέρσεις πού δημιουργοῦν οἱ δαίμονες
καί τά πάθη. Καί σ᾿ αὐτή τήν σκοτεινή κατάστασι, τά πάντα εὔκολα
σωματοποιοῦνται, μέ τά γνωστά ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Γι᾿
αὐτό χρειάζεται ἡ κάθαρσις, ἡ καθαρότης δηλαδή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς.
Γιά νά ἔλθη ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς Κύριος, τό παντοδύναμον
Ὄνομα Του, καί νά κυριεύση τήν καρδιά, νά διώξη τόν ἀόρατο ἐχθρό-διάβολο
ἀπό τήν ψυχή μας καί νά καθησυχάση κάθε ταραχή, πού προκαλοῦν οἱ
λογισμοί, τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες.
Τήν
καρδιά μας ὁ Θεός τήν θέλει ὁλόκληρη καθαρή καί ὄχι μόνο ἕνα μέρος της.
Δέν μποροῦμε νά δουλεύουμε σέ δύο κυρίους, καί στόν Θεό καί στόν
διάβολο. Κανένα μέρος τῆς καρδιᾶς μας, καί τό πλέον μικρό, δέν μποροῦμε
καί δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά τό παραχωρήσουμε στόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μας,
πού ζητεῖ τήν καταστροφή της.
Ἡ ἔντολή εἶναι: «ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου
καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Μαρκ. Ιβ΄: 30). Ἄρα, κανένα κομμάτι της δέν πρέπει νά καταληφθῆ ἀπό τά πάθη καί τόν διάβολο.
Ὅταν
φυλάξουμε τόν νοῦ μας, θά φυλαχθῆ καί ἡ καρδιά μας. Προϋπόθεσις γιά τήν
φύλαξι τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας, εἶναι ἡ καθαρότης τοῦ νοῦ, γιατί
ἀπό τόν νοῦ οἱ σκέψεις καί οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες κατεβαίνουν στήν
καρδιά.
Γι᾿
αὐτό καί ὅλος ὁ ἀγῶνας μας θά πρέπει νά εἶναι: Νά μάθουμε τήν Εὐχή μέ
τό στόμα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νά τήν πάρη κατόπιν ὁ νοῦς
φωτεινός, καθαρός καί νά κατέβη μαζί μέ τήν Εὐχή στήν καρδιά.
Ὡστόσο,
ὁ διάβολος κάνει τό πᾶν, γιά νά θρονιασθῆ στίς καρδιές μας μέσῳ τῶν
παθῶν καί τῶν προλήψεων. Ἔτσι, ἀνακατεύει τό ὑποσυνείδητο καί σκοτίζει
τόν νοῦ μέ τίς προσβολές τῶν ἀκαθάρτων λογισμῶν. Ἐπίσης, ὁ νοῦς θολώνει
καί ταράζεται καί ἀπό τίς πολλές μέριμνες πού ἔχουμε γιά τήν κάλυψι
ὑλικῶν ἀναγκῶν, ἀπό τίς ὁποῖες ὅμως ἡ ψυχή μας ἔχει ἁμαρτωλή ἐξάρτησι.
Τόν
διάβολο πρέπει νά τόν πολεμᾶμε καί ὄχι νά τόν κουβεντιάζουμε. Πρέπει νά
τόν μισοῦμε καί ὄχι νά τοῦ στρώνουμε μέρα-νύχτα τραπέζι μέσα στό νοῦ
καί στήν καρδιά μας. Ἀλλά οὔτε καί “ἀεροδρόμιο” νά τοῦ δίνουμε γιά νά
“προσγειώνεται”. Πρέπει νά τόν διώχνουμε μακριά, ἄν θέλουμε νά
διατηρήσουμε τήν καρδιά μας καθαρή καί ἀμόλυντη.
Εἶναι
πανοῦργος, ψεύτης, διεστραμμένος, ὑποκριτής, φονιᾶς, ἀκάθαρτος,
λασπολόγος καί ἀσελγής ὁ διάβολος, κάνοντας ὁ,τιδήποτε, γιά νά συλήση,
νά μολύνη καί νά κοπρίση τίς καρδιές μας. Κι ἄν προσβληθῆ ἀπό τά πονηρά
βέλη του ἡ καρδια, τότε ὅλα τά πνευματικά τείχη τῆς ψυχῆς μας πέφτουν,
γκρεμίζονται, καταρρέουν, διαλύονται.
Καιροφυλακτεῖ,
ἀγρυπνεῖ, τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ σάν λιοντάρι, ποιόν θά βρῆ σέ ἀμέλεια, σέ
ραθυμία πνευματική, ἀπρόσεκτο καί ἄμυαλο, γιά νά τόν ἀρπάξη καί
καταβροχθίση. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσέχουμε, νά μήν ἀφήνουμε τόν νοῦ μας
νά βόσκη στά ἁμαρτωλά λιβάδια καί στίς ξένες “γειτονιές”. («Ὁ νοῶν
νοείτω»).
Ἄν
μάθουμε νά περιφρονοῦμε τούς λογισμούς μας, θά κάνουμε καλή ἀρχή.
Μπορεῖ τήν ὥρα πού θά προσερχώμεθα στήν θεία Κοινωνία νά μᾶς ἔλθουν
βλάσφημοι ἤ αἰσχροί λογισμοί. Θά τούς περιφρονήσουμε ὅλους. Δέν θά τούς
δώσουμε καμμιά σημασία. Δέν εἶναι δικοί μας, εἶναι τοῦ διαβόλου. Καί θά
προχωρήσουμε στήν ἕνωσι μετά τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Ἡ
δυσκολία ὅμως ἔγκειται στόν νοῦ, γιατί εἶναι σκοτισμένος. Ἐπί πλέον
ὑπάρχει καί ἀδιαφορία καί ἄγνοια πολλή. Ἔμ ἀδιαφοροῦμε, ἔμ ἔχουμε
ἄγνοια, ἔμ εἴμαστε σκοτισμένοι, ἄμ θέλουμε νά κάνουμε καί τόν ἔξυπνο,
ὅτι ὅλα τά ξέρουμε! Ὡστόσο, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι:
-
Ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ,
-
ἡ τελεία ἀδιαφορία γιά τή σωτηρία μας
-
καί ἡ παχυλή ἄγνοια
εἶναι καθοριστικά γιά τήν πνευματική στασιμότητα τῆς ψυχῆς καί τήν κόλασί της.
Ὁ σκοτισμένος νοῦς περιπολεῖ σάν μεθυσμένος στά ξένα λιβάδια, γιά νά βρῆ τόν χαμένο θησαυρό του, ἀφοῦ «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. Στ΄: 21).
-
Ἐάν ὁ θησαυρός μας εἶναι ἡ ὑλη καί τό χρῆμα, ἐκεῖ βρίσκεται καί ἡ καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ πλεονέκτης ἤ ὁ φιλάργυρος εἶναι ἄσπλαγχνος, σκληρόκαρδος, κακός.
-
Ἐάν ὁ θησαυρός μας εἶναι οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις καί οἱ αἰσθησιακές ἡδονές, τότε καί ἡ καρδιά μας σαρκοποιεῖται καί ὑποδουλώνεται στά σαρκικά πάθη.
-
Ἐάν ὁ θησαυρός μας εἶναι στήν κενοδοξία καί στήν ὑπερηφάνεια, τότε ἡ καρδιά μας δαιμονοποιεῖται, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τόν Ἑωσφόρο, τόν ἀγγελο φωτός, πού δαιμονίσθηκε καί ἔγινε ἄγγελος τοῦ σκότους.
Τό
ἴδιο συμβαίνει ἐπίσης, ὅταν στήν καρδιά μας θεοποιοῦνται οἱ γνώσεις, οἱ
ἐπιστῆμες, τά ἀξιώματα, ἡ δύναμις τῆς ἐξουσίας, ἡ εὐφυΐα τοῦ μυαλοῦ καί
ἄλλα. Ὁ νοῦς ἀναπαύεται, γλυκαίνεται καί κολλάει σάν βδέλλα στήν
πλανεμένη καί ἀπατηλή αὐτή ὡραιότητα, τήν πρόσκαιρη καί ἐφήμερη,
παρασύροντας καί τήν καρδιά μας στήν ὁλοκληρωτική της καταστροφή, δηλαδή
στόν αἰώνιο θάνατό της, στήν κόλασί της. Καί ἡ κόλασις, ὅπως καί ὁ
διάβολος, εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας!…
Τό πόσο ἀντιδρᾶ ὁ διάβολος στήν Εὐχή, φαίνεται ἀπό τό παρακάτω γεγονός, πού μοῦ συνέβη τό 1989:
Κάποιο μεσημέρι ἀνέβηκα στό λεωφορεῖο ἀπό τά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως, γιά νά κατέβω στόν Πειραιᾶ.
Ἀφοῦ κάθησα σέ κάποιο κάθισμα, ἔλεγα ἀπό μέσα μου τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ὕστερα
ἀπό λίγο, κάποιος κύριος, πού καθόταν πίσω μου, ἄρχισε νά γαυγίζη σάν
τόν σκύλο! Καί τό ἔκανε συνέχεια! καί ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ἄρχισα νά
λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν τόν δοῦλον σου».
Ὅλος
ὁ κόσμος γύριζε καί τόν ἔβλεπε μέ ἀπορία, μερικές γυναῖκες ἔκαναν καί
τόν Σταυρό τους. Τόσο πολύ δέ φοβήθηκαν, πού τραβήχθηκαν ἀπό κοντά του!
Καί αὐτός μέ βλέμμα ἀπλανές καί ἀγριεμένο κοιτοῦσε πρός τά ἔξω καί μετά
ἀπό δυό-τρεῖς στάσεις, σπρώχνοντας καί μουγκρίζοντας κατέβηκε ἀπό τό
λεωφορεῖο.
Μέ τήν Εὐχή καιγόταν ὁ διάβολος καί ὁ δυστυχισμένος αὐτός ἄνθρωπος γαύγιζε σάν τόν σκύλο!
Οὐρλιάζει,
ὁ δαίμονας ἀπό τούς πόνους, γιατί μοιάζει γι᾿ αὐτόν ἡ Εὐχή σάν τό καυτό
λάδι, πού χύνεται ἐπάνω στό σῶμα. Τόσο πολύ καίγεται καί ζεματιέται ὁ
διάβολος, ὅταν λέμε τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἴτε κρυφά εἴτε φανερά εἴτε
προφορικά εἴτε ἀπό μέσα μας. Ἄσπονδος ἐχθρός τοῦ σατανᾶ εἶναι ἡ μικρή
αὐτή Εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δυστυχῶς
ὅμως, ὑπάρχουν χριστιανοί, πού ὅταν ἀκοῦνε μέσα στό σπίτι, ἤ σέ ἄλλο
χῶρο νά λέγεται ἡ Εὐχή, νευριάζουν, βρίζουν, ἀκόμα καί χτυποῦν!…
Κάποτε,
μιά εὐσεβής χριστιανή πῆγε στήν λαϊκή ἀγορά, σέρνοντας μέ τό ἕνα χέρι
τό καροτσάκι καί μέ τό ἄλλο χέρι κρατῶντας ἕνα κομποσχοινάκι ἔλεγε ἀπό
μέσα της τήν Εὐχή. Καί ξαφνικά τήν πλησίασε μία ἀγριεμένη γυναῖκα καί
τῆς εἶπε:
-
Τί λές μέσα σου συνεχῶς; Τί λές; Τί κρατᾶς στό χέρι σου; Καί μέ τά μάτια γουρλωμένα συνέχισε:
-
Γιατί τά ἔχεις μαζί μου; Τί σοῦ ἔκανα;
-
Ἐγώ!; τῆς ἀπαντᾶ ἡ εὐλαβής κυρία. Οὔτε κἄν σέ ξέρω!
Καί πράγματι, δέν τήν ἤξερε! Καί ἐκείνη τῆς γύρισε τήν πλάτη καί ἀγριεμένη ἔφυγε βρίζοντας. (Προσωπικές σημειώσεις).
Ἄν βλέπης μέσα σου κακούς λογισμούς, λέγει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, τρέξε
στόν Πνευματικό σου νά τούς πῆς, ἔστω κι ἄν δέν συγκατατίθεσαι. Νά τοῦ
πῆς ὅτι “προσβάλλομαι ἀπό βλασφήμους, πονηρούς, καί αἰσχρούς λογισμούς,
τούς ὁποίους ὅμως δέν δέχομαι” (Ἀρχ. Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου. ESSEX Ἀγγλίας 1978, σέλ. 483). Αὐτούς
τούς κακούς λογισμούς τούς ἀντιμετωπίζουμε εἴτε μέ τήν περιφρόνησι εἴτε
μέ τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν
κάνουμε τό λάθος καί πιστεύσουμε ὅτι γνωρίζουμε περισσότερα ἀπό τόν
Πνευματικό μας καί παύσουμε νά τοῦ λέμε ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς συμβαίνει ἤ
ντρεπόμεθα νά τοῦ ποῦμε τίς κακές μας σκέψεις, ἀκόμα καί τίς προσβολές
πού ἔχουμε ἐναντίον του, θά παραχωρήση ὁ Θεός ἀναπόφευκτα νά πέση
πειρασμός ἐπάνω μας, πού δέν θά μποροῦμε πλέον νά τόν σηκώσουμε.
Ὅ,τι
παράδοξο λοιπόν μᾶς συμβαίνει στήν προσευχή μας, θά τό λέμε ἀμέσως στόν
Πνευματικό μας, γιατί ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου θά μεγαλώνη κάθε μέρα. Ἀλλά
ἄς μή φοβούμεθα, διότι «ζῆ Κύριος ὁ Θεός». «Θαρσεῖτε, μᾶς βεβαιώνει, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. Ιστ΄: 33) τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τῶν δαιμόνων.
Ἄν
ἀνοίξουμε τό ἱερό Εὐαγγέλιο, μέσα σ᾿ αὐτό θά βροῦμε ὅλους τούς τρόπους,
μέ τούς ὁποίους μποροῦμε νά πολεμήσουμε καί ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε ὄχι ἕναν
διάβολο, ἀλλά χίλιους διαβόλους. Πάντοτε βέβαια μέ τήν βοήθεια καί τήν
συμπαράστασι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Ἔρχεται ἡ θεία Χάρις, τήν ὁποία
ἐπικαλούμεθα διά τῆς Εὐχῆς, συμμαχεῖ μαζί μας, καί κάνουμε τόν ἀγῶνα μας
κατά τοῦ διαβόλου, μέ τά μέσα πού ἔχει ὁρίσει καί ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία
μας.
Ἄλλωστε, μέ μόνη τήν προσταγή τοῦ Ἰησοῦ: «σιώπα, πεφίμωσο» (Μαρκ. Δ΄: 39) στό γνωστό θαῦμα, «ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» στήν
τρικυμιώδη ἐκείνη θάλασσα. Τό ἴδιο λοιπόν θά γίνη καί μέσα μας, ὅταν ἡ
«θάλασσα» ἀγριεύη καί βλέπουμε θυμό, ὀργή, κακία, μῖσος καί πονηρία.
Τότε καλοῦμε τό παντοδύναμο Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τήν προσταγή Του
«σιώπα πεφίμωσο» ἐκδιώκονται τά πάντα καί οἱ λογισμοί κατακαίγονται καί
δημιουργεῖται βασιλεία χαρᾶς, εἰρήνης, ἡσυχίας καί γαλήνης μέσα στήν
καρδιά. Αὐτό ὀνομάζεται ἀπό τούς Νηπτικούς Πατέρες “Καρδιακή ἡσυχία”,
ὅπου σ᾿ αὐτήν βασιλεύει ἡ προσευχή τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ χωρίς διακοπές ἀπό τίς διάφορες προσβολές ἀγαθῶν καί πονηρῶν
λογισμῶν, ἀκόμη καί τῶν ἁπλῶν μετεωρισμῶν, καί χωρίς φανταστικές
περιπλανήσεις τοῦ νοῦ στόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν.
-
Στόν πειρασμό, λοιπόν, ταπείνωσι,
-
στήν θλῖψι ταπείνωσι,στήν φιλανθρωπία, στήν ἐλεημοσύνη καί στό ἔργο τῆς κάθε ἀρετῆς ταπείνωσι,
-
στόν ἀγῶνα καί στούς πόνους ταπείνωσι,
-
στή χαρά ταπείνωσι,
-
ἀλλά καί στήν προσευχή ταπείνωσι.
Ἄρα: ναί, στό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. Ε΄: 17), ἀλλά μέ ταπεινό φρόνημα. Καί σέ κάθε προσβολή τοῦ δαίμονος, νά εἴμαστε σέ ἑτοιμότητα καί νά ἀπαντᾶμε μέ τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» μέ τό ὅπλο στό χέρι τό κομποσχοίνι.
Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀπό τό βιβλίο: « Ἡ «Εὐχή μέσα στόν κόσμο «
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης