ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ὁ τρόπος καί τά ἑπόμενα στάδια τῆς εὐχῆς

 
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΑΔΙA ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ 
(… προηγοῦνται ἐρωταποκρίσεις)
 Ἄς ξεκινήσωμε, σιγά-σιγά, τό σημερινό μας θέμα.
Ἀλλά, πρίν ὅμως προχωρήσωμε, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ἄς ἀπαντήσωμε σέ τρεῖς-τέσσερις ἀπορίες πού μᾶς ἐτέθησαν.
Ἡ πρώτη ἀπορία, ἡ ὁποία ἦταν δημοσία εἶχε σχέσι μέ τήν χρονική ἐξέλιξι τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ἐννοεῖται, στό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, πῶς αὐτή ἐξελίχθη.
Καί ἀπαντήσαμε ὅτι, σέ πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπάρχει σχετική ἀναφορά. Ὅπως στό εὐαγγέλιο τῶν Δέκα Λεπρῶν ἀναφέρεται ἡ σχετική ἱκεσία τῶν λεπρῶν: » Ἰησοῦ, Διδάσκαλε, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἤ, στήν περικοπή τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τί ἔλεγε ὁ τυφλός διακαῶς; »Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Καί σέ διάφορα ἄλλα σημεῖα, βέβαια τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχουν σχετικές ἐπικλήσεις.
Αὐτές ὅλες οἱ ἱκεσίες, δέν εἶναι παρά ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, πού τήν ἀκοῦμε, ὅταν σέ κάθε αἴτησι τοῦ ἱερέα, ὁ λαός ἀπαντᾶ μέ τό »Κύριε, ἐλέησον». Ἔ, λοιπόν, ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι τώρα παρά μία μεγαλυτέρα καί πιό ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξις τῆς ἱκεσίας αὐτῆς.

Εἶναι γνωστή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅπως ἀναφέρεται στό Γεροντικό, ἀπό τό 300-390 μ.Χ. δηλαδἠ, στό σημεῖο πού λέγει: «Ἠρώτησαν τινές τόν ἀββᾶ Μακάριο, λέγοντες: »Πῶς ὀφείλομεν προσεύχεσθαι;» Λέγει αὐτοῖς ὁ Γέρων:
»Οὔκ ἐστι χρεία βατολογεῖν, ἀλλ᾽ ἐκτείνειν τάς χεῖρας καί λέγειν ‘Κύριε, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας, ἐλέησον’. Ἐάν δέ ἐπίκειται πόλεμος, ‘Κύριε, βοήθει’. Καί Αὐτός οἶδε τά συμφέροντα καί ποιεῖ μεθ᾽ ἡμῶν ἔλεος»».
Ἄς κάνωμε στά λόγια αὐτά ἐλεύθερη μετάφρασι: Ἐρώτησαν κάποιοι τόν ἀββᾶ Μακάριο – εἶχε μεγάλη φήμη διακριτικοῦ ἀσκητοῦ – καί τοῦ εἶπαν: «Πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα, Γέροντα;» Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Δέν εἶναι ἀνάγκη νά λέμε πολλά, ἀλλά νά ἐκτείνωμε τά χέρια μας – καί τήν ψυχή μας ἐννοεῖται – λέγοντας: »Κύριε, ὅπως Ἐσύ γνωρίζης, ὅπως θέλης, νά μέ εὐσπλαγχνισθῆς». Ἐάν δέ ὑπάρχη καί κάποιος πόλεμος, κάποιος πειρασμός, νά λέμε: »Κύριε, βοήθησέ με». Καί ὁ Θεός ξέρει ἐκεῖνο τό ὁποῖο συμφέρει καί δίνει, στήν κατάλληλη στιγμή, τήν κατάλληλη ἔκβασι καί μᾶς ἐλεεῖ».
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος (570-649 μ.Χ. περίπου), ἀναφέρει σχετικά: «Ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ ἑνωθήτω τῇ πνοῇ σου καί τότε γνώσει ἡσυχίας ὠφέλειαν». Δηλαδή, ἡ μνήμη, ἡ ἐνθύμησις τοῦ Ἰησοῦ, νά ἑνωθῆ μέ τήν ἀναπνοή σου, νά εἶναι διαρκής, καί τότε θά γνωρίσης τήν ὠφέλεια ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τήν κατά Θεόν ἡσυχίαν.
Καί ἀλλοῦ, ἀκόμη πιό παραστατικά, λέγει ὁ ἴδιος θεόπτης συγγραφέας τῆς Κλίμακος: «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους. Οὐ γάρ ἐστί ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐπί γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον». Δηλαδή, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά μαστίζης τούς ἐχθρούς, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας, οἱ δαίμονες καί ὁ κόσμος. Δέν ὑπάρχει πιό δυνατό, πιό δραστικό ὅπλο, οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στήν γῆ ἀπό τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν προσευχή στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Καί, μέ ἀφορμή τώρα αὐτήν τήν ὄντως ὡραία ἐρώτησι, ἄς ἀναφέρωμε ὅτι, ὄχι μόνο τό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί πολλά ἄλλα πράγματα μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐξελίχθησαν καί ἀνεπτύχθησαν. Ὅπως εἶναι οἱ ἑορτές, ἡ Λατρεία, ἡ Ὑμνογραφία, καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, τά ὁποῖα διέπουν τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τέχνη, κ.ο.κ.
Ἄς ποῦμε ἕνα κτυπητό παράδειγμα: Πῶς νομίζετε, ὅτι ἐγίνοντο, τά πρῶτα χρόνια, οἱ Θεῖες Λειτουργίες; Ἴσως φανῆ παράξενο, τώρα, σέ μᾶς. Τότε, ὁ κάθε ἱερέας, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀνάλογα μέ τήν θεολογική του μόρφωσι καί τήν προσωπική του κατάρτισι, ἔκανε κάποιες αὐτοσχέδιες προσευχές. Ἐπάνω βέβαια στό γενικό πλαίσιο, στό ἐν γένει πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Καί ἔτσι, ἐγίνετο ἡ μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ἔτσι ξεκίνησαν. Καί ποῦ φθάσαμε; Φθάσαμε, γιά λόγους εὐνοήτους, γιά νά μή γίνωνται λάθη δογματικά, γιά νά ὑπάρχη μία πιό ὡραία καί πλούσια λατρεία, κ.ο.κ., φθάσαμε στίς Θεῖες Λειτουργίες τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, τοῦ Ἁγίου Μάρκου, τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καί τήν πιό γνωστή μας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού εἶναι τόσο πλούσιες. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πῶς τά πράγματα ἐξελίσσονται στήν θεία Λατρεία. Ἄς μή ποῦμε ὅμως πιό πολλά γιά τήν ἐξέλιξι τῆς εὐχῆς καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖνο πού θέλω ὅμως, μέ ἀφορμή αὐτήν τήν ὡραία ἀπορία, νά κρατήσωμε εἶναι τό ἑξῆς:
Ὅ,τι ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σέ χρῆσι, εἶναι λαμπικαρισμένο. Καί γι᾽ αὐτό, ἄς μή μᾶς ἀπασχολῆ τόσο πῶς ἔφθασε σέ μᾶς. Μικρό τό ὄφελος εἶναι τό νά μάθωμε πῶς ἔφθασε. Ἀλλά, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἄς μᾶς ἀπασχολῆ πῶς ἐμεῖς θά τό χρησιμοποιήσωμε πιό σωστά, πιό θεάρεστα, γιά πνευματική μας δηλαδή προσωπική ὠφέλεια, καί πῶς αὐτό θά τό σεβασθοῦμε ὅπως πρέπη.
Τώρα, μία ἄλλη ἀπορία εἶναι ἡ ἑξῆς: »Ποιά εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;» Διότι, ἐπειδή εἶναι ὄντως ἀσυγχώρητη, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, μερικοί φοβοῦνται μήπως περιέπεσαν σέ αὐτήν καί δέν πρόκειται ποτέ νά συγχωρεθοῦν. Ἄν καί εἶναι πάρα πολλές οἱ ὀρθές ἑρμηνεῖες, βασικά, ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό νά ἀποδίδη κανείς τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στόν Διάβολο. Καί αὐτό νά τό κάνη ἀπό κακίστη πρόθεσι. Ὅπως π.χ. ἔλεγαν οἱ Φαρισαῖοι γιά τόν Χριστό, ὅτι διώχνει τά δαιμόνια μέ τήν δύναμι τοῦ σατανᾶ. Γιά νά μήν ὅμως ἐπεκταθοῦμε πάρα πολύ στό θέμα αὐτό, λέμε τά ἑξῆς: Ὅτι ἡ πλήρης ἀμετανοησία εἶναι προσβολή κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐξ ὁρισμοῦ, αὐτή ἡ ἀμετανοησία εἶναι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἀσυγχώρητη. Δηλαδή πρακτικά, τελικά, ποιά εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Εἶναι ἡ ἀμετανοησία.
Ἐμεῖς, δηλαδή, πού ἀγωνιζόμαστε, νά μή φοβώμαστε γι᾽ αὐτό. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη γιά κανέναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται, ἐάν μετανοήση, φυσικά. Καί, δέν θά κατακριθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, ἀλλά θά κατακριθοῦμε ἐάν δέν μετανοήσωμε γιά ἐκεῖνα στά ὁποῖα περιεπέσαμε καί ἁμαρτήσαμε.
Ἐπίσης, μία ἄλλη ἀπορία ἀναφέρεται εἰς τήν διάκρισι τῶν λογισμῶν, ἐάν προέρχωνται ἀπό τόν ἐχθρό, ἤ ὄχι. Πῶς δηλαδή ἐμεῖς θά τό διακρίνωμε.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά μᾶς εἶναι, ὄχι ἁπλῶς πιό ἀσφαλές, ἀλλά εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητο νά ἐρωτᾶμε κάποιον διακριτικό πνευματικό. Διαφορετικά, σίγουρα, θά πάθωμε, ἀργά ἤ γρήγορα, πνευματική ζημιά. Γιατί, ἄν ἐρωτᾶμε ἕναν διακριτικό πνευματικό, αὐτός θά μᾶς δίνη τήν σωστή ἀπάντησι. Ἀλλά, καί πέρα ἀπό αὐτό, ἡ διάθεσις τῆς ταπεινώσεως πού ἔχομε, χωρίς ντροπή, χωρίς δισταγμό, χωρίς ἀμφιβολία, νά ἐξωτερικεύσωμε καί νά ἐξαγορεύσωμε τίς δικές μας σκέψεις καί τούς δικούς μας λογισμούς σέ κάποιον ἄλλον, καί μόνον ἀπ᾽ αὐτήν τήν στάσι μας, ὁ Θεός συγκινεῖται, ἐάν βέβαια εἶναι πέρα γιά πέρα αὐτή μας ἡ διάθεσις εἰλικρινής. Καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν προαίρεσί μας, θά μᾶς φωτίση καί θά μᾶς ὁδηγήση σέ σωστό πνευματικό δρόμο. Αὐτή εἶναι ἡ πεῖρα τῶν Πατέρων, αὐτή εἶναι ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ παράδοσίς Της. Ἡ ἐξαγόρευσις τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν.
Καί μία τελευταία ἐρώτησις, ἴσως λίγο πιό δύσκολη. Λέγει αὐτή ἡ ἐρώτησις, ἐάν ἡ συνείδησις πού ἔχομε εἶναι ἀποτέλεσμα πολιτισμικό, ἐάν οἱ ἄνθρωποι μᾶς τήν ἐπέβαλαν ἐξωτερικά.
Ἀναμφισβήτητα, ἡ συνείδησις ὑπάρχει ἔμφυτη ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή ἡ συνείδησις ἀποτέλεσμα τῶν διαφόρων πολιτισμῶν καί νομοθεσιῶν. Βέβαια, ἀναλόγως τῶν ὑπεραρίθμων παραγόντων – πού τώρα δέν ὑπάρχει ἡ χρονική δυνατότης νά ἀναπτυχθοῦν – ἡ συνείδησις διαπλάθεται, λεπτύνεται, ἀμβλύνεται, πωρώνεται, κλπ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἄς ποῦμε ὅτι, πρίν ἀπό τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, μόνο ἕνας σχετικός χῶρος μέσα στήν ψυχή ὑπῆρχε εἰς τόν ἄνθρωπο, καί αὐτός δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ »ἠθική συνείδησις». Ἐκείνη δηλαδή, πού καθιστοῦσε τόν Ἀδάμ γνώστη τοῦ τί κάνει. Διότι, ἐάν δέν εἶχε ἠθική συνείδησι ὁ Ἀδάμ, τότε δέν θά μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ τήν ἁμαρτία του καί ὡς ἐκ τούτου δέν θά ἦτο ὑπεύθυνος γι᾽ αὐτήν. Τώρα, ὅταν ἔσφαλε στόν Θεό ὁ Ἀδάμ, ἀντί νά μετανοήση, εἶπε: »Θεέ μου, δέν φταίω ἐγώ, ἀλλά ἡ γυναῖκα πού Ἐσύ μοῦ ἔδωσες». Βλέπετε, ὅλο τό βάρος πέφτει κυρίως στό »Ἐσύ». »Ἐσύ φταῖς, δηλαδή, Θεέ !», οὔτε λίγο, οὔτε πολύ.
Ἀλλά, μέ αὐτήν τήν δικαιολογία του ὁ Ἀδάμ τότε ἔκανε μοιραῖα μία μετάθεσι τῆς ἐνοχῆς ἀπό τόν χῶρο τῆς συνειδήσεώς του σέ ἕναν ἄλλο χῶρο πού δέν ὑπῆρχε πρῶτα. Καί αὐτός ὁ χῶρος εἶναι αὐτό πού λέμε σήμερα »ὑποσυνείδητο». Τότε δηλαδή, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, δημιουργεῖται τό ὑποσυνείδητο, πού μοιραῖα καί ἀναγκαστικά θά κληροδοτηθῆ πιά στό ἀνθρώπινο γένος, καί πού θά ἀποτελέση, ὅπως ἔχωμε ξαναπῆ πιό ἀναλυτικά σέ ἄλλες ὁμιλίες, τήν τραγικότητά του, καί σέ καιρούς εἰρηνικούς, καί σέ καιρούς πολεμικούς.
Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρίς ὑποσυνείδητο, ὅσο ἅγιος καί ἄν εἶναι. Μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός, »ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», δέν εἶχε ὑποσυνείδητο. Βέβαια, στούς Ἁγίους ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διαφορά: Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι, μέ τόν συνεχῆ τους προσωπικό ἀγῶνα, ὁλοένα καί περισσότερο, ἔτειναν καί τείνουν νά ἐξαλείψουν αὐτό πού λέμε »ὑποσυνείδητο».
Τώρα στήν ἐποχή μας, ὅλο καί πιό πολύ, συστηματοποιεῖται αὐτή ἡ ἀπώθησις, αὐτό τό διώξιμο δηλαδή τῆς ἐνοχῆς. Γιατί; Ἐπειδή ἐνοχλεῖται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀπό τό ἄκουσμα τῆς λέξεως »ἁμαρτία». Τόν ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα. Καί τί θέλει; Θέλει νά καταργήση ἀκόμη, εἰ δυνατόν, καί ἀπό τό λεξικό, τήν λέξι » ἁμαρτία». Καί νομίζει ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, πού τόσο βασανίζεται, ὅτι ἐπειδή δέν θέλει νά βλέπη τήν ἁμαρτία του, ὅτι δῆθεν ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν προσωπική του διάχυτη ἁμαρτία. Δηλαδή, τό ἄκρον ἄωτον τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἁμαρτία δέν ἐξαλείφεται. Ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος δέν τήν βλέπει, ἀλλά ὑπάρχει. Καί ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχη, κατατρώγει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, δυστυχῶς πατόκορφα, σέ ὅλο του τό εἶναι καί τόν διαλύει ψυχικά, ὀργανικά, καί τό πολύ χειρότερο, πνευματικά, διαχρονικά, αἰωνίως.
Αὐτά, πρός τό παρόν, ὡς πρός τίς ὄντως ἐνδιαφέρουσες ἀπορίες σας.
Ἄς συνεχίσωμε ὅμως παρακάτω στό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Ὅπως εἴπαμε, στήν ἀρχή, καλύτερα εἶναι νά τήν λέμε ψιθυριστά. Γιά ἐμᾶς ὅλους, πού εἴμαστε ἀναμφισβήτητα ἀρχάριοι, χρειάζεται βία καί ἀγῶνας πολύς, ὀδυνηρός, σκληρός, ἀνελέητος. Ὅλος ὁ ἀγῶνας δέ, κυρίως ἔγκειται στό νά περικλείωμε τόν νοῦ μας στίς ἔννοιες τῶν λόγων πού προφέρομε. Δηλαδή, νά προσέχωμε καλά νά ἐννοοῦμε τί λέμε. Ἐκεῖνο πού λέμε, νά τό χωνεύωμε καλά μέσα μας. »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Νά καταλαβαίνωμε δηλαδή τίς ἔννοιες τῶν λέξεων. Νά χορταίνωμε ἀπό αὐτές. Ἑπομένως, ἐκείνη τήν στιγμή, τό πλέον ὠφέλιμο εἶναι νά προσέχωμε τί λέμε.
Βέβαια, ἴδιον τοῦ νοός εἶναι τό ἄστατον, δηλαδή νά φεύγη πέρα-δῶθε. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τό μυαλό μας ὁμοιάζει μέ κάποιο ἀλητάκι, τοῦ ὁποίου τοῦ ἀρέσει νά σεργιανάη τῇδε κακεῖσε, πέρα-δῶθε. Ἔτσι, καί ὁ νοῦς μας ἀρέσκεται στό νά πηγαίνη σέ διάφορες ὑποθέσεις, ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ. Ἀλλά, ὅπου ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, τά πάντα σταθεροποιοῦνται. Ἔτσι θά συμβῆ καί στήν περίπτωσι τοῦ νοός μας, ὅταν ἐπέμβη ὁ Θεός, θά ἔχωμε εὐχή ἀμετεώριστη, δηλαδή χωρίς διακοπές, χωρίς νά σκεπτώμεθα ἄλλες ὑποθέσεις. Ἀλλά γιά νά ἐπέμβη ὁ Θεός, πρέπει νά προηγηθῆ, ἀπαραιτήτως ἀπό τή πλευρά μας, μέχρις ἐξαντλήσεως θά λέγαμε, ἡ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, τό ἀνθρώπινο φιλότιμο. Καί μέ σωστό ἐννοεῖται πάντα φρόνιμα.
Ἐκεῖνο πού θά θέλαμε νά τονίσωμε στό σημεῖο αὐτό, εἶναι ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν πρέπει νά υἱοθετοῦμε καμμία ἀπολύτως σκέψι. Ὄχι μόνο τίς βλαβερές σκέψεις, ὄχι μόνο τίς ἀνωφελεῖς, ἀλλά καί τίς πλέον »ὠφέλιμες». Ἡ λέξις »ὠφέλιμες» τίθεται σέ εἰσαγωγικά, διότι τελικά, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, κάθε ἄλλο παρά ὠφέλιμες εἶναι. Εἶναι μιά ὕπουλη παγίδα τοῦ διαβόλου. Διότι τό πλέον ὠφέλιμο, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι νά προσέχωμε, χωρίς φαντασιώσεις, στά λόγια τῆς προσευχῆς.
Νά τό ποῦμε πιό ἁπλᾶ γιά νά γίνωμε πιό κατανοητοί. Νά μή σκεπτώμεθα, οὔτε ἐκκλησίες, οὔτε μοναστήρια, οὔτε προσκυνήματα, οὔτε γεροντάδες, οὔτε λόγια γεροντάδων, οὔτε φωτεινά πρόσωπα, οὔτε ἁγίους, οὔτε εἰκόνες, οὔτε τίς διάφορες συνομιλίες πού εἴχαμε μέ ἀνθρώπους φωτισμένους καί εἴχαμε γοητευθῆ καί εἴχαμε βοηθηθῆ ἀπό αὐτούς. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, πού, ἄν τά σκεφθοῦμε ἄλλες ὧρες καί στιγμές, εἶναι ὄντως ἀπαραίτητα, ὠφέλιμα καί μᾶς δίνουν δύναμι καί φώτισι στόν προσωπικό μας ἀγῶνα. Τό νά τά διώχνωμε ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι πάρα πολύ ὀδυνηρό στήν ἀρχή, γιατί εἶναι κακομαθημένος ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας. Εἶναι μέν ὀδυνηρό, ἀλλά πάντα ὠφέλιμο καί ἀπαραίτητο.
Λέγει ὁ μακαριστός ἁγιορείτης Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, σέ κάποια ἀπό τίς ἐπιστολές του πού συμβουλεύει περί τῆς εὐχῆς: »Πρόσεχε μόνο, ὅταν λέγης τήν εὐχή, νά μή δέχεσαι φαντασίες, διότι τό θεῖον εἶναι ἀνείδεον, δέν ἔχει δηλαδή εἶδος, εἶναι ἀφάνταστον, ἀχρωμάτιστον, εἶναι ὑπερτέλειον, δέν δέχεται ἀνθρωπίνους συλλογισμούς, ἐνεργεῖ ὡς αὔρα λεπτή ἐν ταῖς διανοίαις ἡμῶν». Ἐνεργεῖ σάν λεπτή αὔρα, ὄχι ὅτι εἶναι λεπτή αὔρα, διότι τό θεῖον δέν περιγράφεται.
Βέβαια, ἄς μή κρυβώμαστε, εἶναι ἄλλωστε αὐτονόητο, ὅτι χρειάζεται ἀγῶνας, ὄχι μιᾶς ἡμέρας – ἐμεῖς θέλομε μέσα σέ ἕνα βράδυ νά ἀποκτήσωμε τήν εὐχή -, ἀλλά χρειάζεται ἀγῶνας μιᾶς ζωῆς. Διότι, ἰδιαίτερα κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μᾶς πολεμάει μέ λύσσα, μέ μέθοδο, μέ ἰδιαίτερη μανία ὁ διάβολος. Μᾶς πολεμοῦν αἰσχροφρικιαστικοί καί ἀλλόκοτοι λογισμοί πάσης φύσεως καί κατευθύνσεως. Μᾶς πολεμάει ἡ ἀκηδία, ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια ἀπωθημένα, πάρα πολλά, ἴσως καί ξεχασμένα, ἔρχεται ἄκαιρος θυμός, πού πολλές φορές εἶναι πάρα πολύ δυνατός, καί κατά τήν προσευχή, καί μετά τήν προσευχή. Μᾶς ἔρχονται στόν νοῦ μας διάφορες δουλειές, ὑποχρεώσεις, νά μή ξεχάσωμε τό ἕνα, νά μή ξεχάσωμε τό ἄλλο – δῆθεν, ἀπαραίτητο αὐτό, ἀπαραίτητο ἐκεῖνο, κλπ. Μᾶς τά διογκώνει ὅλα αὐτά ὁ πειρασμός καί ἡ δική μας ἡ ἀπειρία. Μᾶς τά διογκώνει σέ βαθμό ὑπερβολικό καί ἐνῶ ὅταν προσευχώμαστε λέγαμε νά μή ξεχάσωμε τό α´, τό β´, τό γ´, εἶναι ἀπαραίτητα, κλπ., ὅταν τελειώνη ἡ προσευχή δέν θυμόμαστε τίποτε ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς μᾶς ἔπνιγαν καί τά ἐθεωρούσαμε, ἐν τῇ ἀπειρίᾳ μας, ἀπολύτως ἀναγκαῖα νά τά διεκπεραιώσωμε.
Λοιπόν, μᾶς πνίγει μέ παντός εἴδους μέριμνες, δῆθεν ἐπιβεβλημένες καί μέ μία λέξι μᾶς κτυπάει μέ κάθε τρόπο, ἀνελέητα, ὁ πειρασμός, ἐκμεταλλευόμενος βέβαια τήν δική μας ἀμέλεια, μᾶς κτυπάει ὁ πειρασμός πανταχόθεν. Γι᾽ αὐτό, ἐκτός τῶν ἄλλων, συμφέρει νά λέμε τήν εὐχή ψιθυριστά. Ὁπότε, καί νά φεύγη ὁ νοῦς, τοὐλάχιστον μένουν τά λόγια καί τό κέρδος βέβαια, σύν τῷ χρόνῳ, δέν εἶναι καθόλου μικρό. Ἄλλωστε, ὅταν ἀκούη τό αὐτί τί λέγει τό στόμα, πιό εὔκολα ὁ νοῦς ἐπανέρχεται στόν ἑαυτό του ἀπό τόν μετεωρισμό, ἀπό τήν διάσπασι καί συνεχίζει τόν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς. Ἐνῶ, ὅταν ὁ ἀρχάριος πνευματικά δέν λέη τήν εὐχή ψιθυριστά, τότε ξεφεύγει ὁ νοῦς καί ποιός ξέρει, μετά ἀπό πόση ὥρα, ὁ Θεός θά τόν φωτίση, ἤ ὁ ἴδιος θά καταλάβη, τέλος πάντων, ὅτι πρέπει νά συνεχίση τήν προσευχή, τήν ὁποία εἶχε ξεκινήσει.
Βέβαια στό σημεῖο αὐτό, νά διευκρινήσωμε, ὅτι αὐτοί καθ᾽ ἑαυτοί οἱ λογισμοί δέν εἶναι ποτέ ἁμαρτία, ὅταν φυσικά δέν τούς δεχώμαστε, ὅταν δέν τούς »σκαλίζωμε», ὅταν δέν τούς βάζωμε »λίπασμα». Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦμε. Τότε, ἀπό τήν θλῖψι αὐτή τῶν λογισμῶν πού μᾶς προσβάλλουν, ὄχι μόνο δέν ζημιωνόμεθα, ἀλλά προαγόμεθα πνευματικά, σοφιζόμεθα δηλαδή στόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν. Εἶναι λοιπόν πειρασμοί πού μᾶς προάγουν καί, ὅσο προχωράει ὁ ἀγωνιστής, τόσο πιό δυνατοί εἶναι οἱ ἀντίπαλοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφύονται στό πνευματικό μέτωπο. Αὐτό εἶναι πνευματικός νόμος.
Καί τό κάνει ὁ ἐχθρός αὐτό μέ τούς λογισμούς γιά νά ἀπελπισθοῦμε καί νά σταματήσωμε ἐντελῶς τήν προσευχή, διότι δῆθεν, ὄχι μόνο δέν ὠφελούμεθα ἀπό αὐτήν, ἀλλά ἐπί πλέον ἁμαρτάνομε ἀκόμη περισσότερο κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς, ἐφ᾽ ὅσον κατ᾽ αὐτήν σκεπτώμεθα πράγματα δῆθεν πιό ἄσχημα, δῆθεν πιό ἀλλόκοτα, δῆθεν πιό ἀπαράδεκτα, πού δέν τά ἐσκεπτόμεθα πρίν ξεκινήσωμε τήν προσευχή.
Καί ἐδῶ δυστυχῶς εἶναι πικρή ἀλήθεια, πέφτομε λίγο-πολύ ὅλοι μας σ᾽ αὐτήν τήν παγίδα τοῦ διαβόλου, καί εἴτε ἀπογοητευόμεθα, εἴτε παρατᾶμε τήν προσευχή, εἴτε πέφτομε σέ μελαγχολία, ἤ τό λιγώτερο, πιάνομε κουβέντα μέ τούς λογισμούς καί χάνομε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Φεύγει τό μυαλό μας δηλαδή ἀπό τά λόγια τῆς εὐχῆς καί μετεωριζόμεθα.
Τό ὅτι ὑπάρχει ἀγῶνας, τό ὅτι ὑπάρχουν ἐπιθέσεις ἀπό τόν ἐχθρό, τό ὅτι ὑπάρχει πόλεμος, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι ἐπειδή ἀκριβῶς πολεμεῖται ἀπό ἐμᾶς, γι᾽ αὐτό καί μᾶς ἀντιπολεμᾶ. Αὐτό καί μόνο, πρέπει νά μᾶς δίνη θάρρος νά συνεχίσωμε τήν προσευχή μέ περισσότερη δύναμι, μέ περισσότερη προσοχή, μέ μεγαλύτερη ἐλπίδα καί θεία παρηγοριά.
Βέβαια, ὅπως εἴπαμε, χρειάζεται ἀπό ἐμᾶς προθυμία καί ὑπομονή. Δέν πρέπει νά ρεμβάζωμε ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐργασίας, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Λέγει εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος περίπου τό ἑξῆς: «Ἄνθρωπέ μου, ἐάν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἀκοῦς τήν προσευχή σου, δέν προσέχης τά δικά σου λόγια, πῶς ἔχεις τήν ἀπαίτησι, τήν ἀφέλεια καί τήν θρασύτητα νά σέ ἀκούση ὁ ἴδιος ὁ Θεός;»
Βέβαια, χρειάζεται ἀγῶνας. Καί, σιγά-σιγά, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀπό τήν ποσότητα ἔρχεται καί ἡ ποιότητα. Αὐτό ἄλλωστε ἰσχύει καί στούς ὑπολοίπους τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Ἀπό τήν ποσότητα, ἀπό τίς πολλές φορές, ἔρχεται καί ἡ ποιότητα, ἔρχεται καί ἡ βελτίωσις. Αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τούς λογισμούς κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Ἡ προσευχή ποτέ δέν αὐτονομεῖται. Δέν πρέπει νά λέμε τήν εὐχή μηχανικά, ἄψυχα, σάν τό ρολόϊ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, χωρίς νά χωνεύωμε, χωρίς νά καταλαβαίνωμε αὐτά πού λέμε, ἀλλά πρέπει νά τά αἰσθανώμεθα, πρέπει νά αἰσθανώμεθα μέσα μας καλά τήν εὐχή.
Λοιπόν, στήν ἀρχή ὅπως εἴπαμε τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ἐάν καταβάλωμε ἰδιαίτερη προσπάθεια, διαθέτωμε πολύ χρόνο, μέ σωστό πάντα φρόνημα, μέ συντετριμμένο φρόνημα – αὐτά πάντα ἐννοοῦνται -, ἐάν κάνωμε προσπάθεια, ποιοτική καί ποσοτική, τότε, σιγά-σιγά, θά μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή, μέ κάποια σχετική πλέον εὐκολία καί νοερά. Νά τήν λέμε ἀπό μέσα μας, μέ τόν νοῦ μας. Ἀπό τίς πολλές φορές πού τήν ἐπαναλαμβάνομε γίνεται αὐτό.
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, καί ἐπιμένομε εἰδικά σέ αὐτήν τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς, γιατί εἶναι μονολόγιστη – »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» – καί μπορεῖ ὁ νοῦς νά συγκεντρώνεται καλύτερα καί νά συνηθίση αὐτές τίς πέντε λέξεις καί ὡς ἐκ τούτου νά τίς ἐπαναλαμβάνη χωρίς κόπο. Ἐνῶ οἱ ποικίλου περιεχομένου στίχοι ἄλλων προσευχῶν δέν »χωνεύωνται» εὔκολα, οὕτως ὥστε νά μποροῦν νά ἐπαναληφθοῦν εἰς τό μυαλό μας αὐτόματα, ὅπως δηλαδή γίνεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ.
Νά ἀναφέρωμε καί τό ἑξῆς: Νομίζω δέν εἶναι ντροπή νά διδασκώμεθα καί ἀπό ἄλλα πράγματα, τά ὁποῖα βλέπομε εἰς τήν ζωή μας. Ὅπως ἀκριβῶς καί κάποιοι ἐργάτες, πού δουλεύουν ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, ὅλη τήν ἡμέρα, χωρίς νά τό θέλουν πλέον, ἀπό συνήθεια, ἐπαναλαμβάνουν τούς στίχους ἑνός τραγουδιοῦ, ἤ λένε μία μελωδία καί αὐτή ἡ ἐπανάληψις, ὄχι μόνο δέν τούς κουράζει, ὄχι μόνο δέν εἶναι εἰς βάρος τῆς ἀποδόσεως εἰς τήν ἐργασία τους, ἀλλά τοὐναντίον τούς ξεκουράζει, τούς παρηγορεῖ, τούς δίνει νέα ὤθησι, δύναμι καί κουράγιο γιά τήν δουλειά τους. Καταλαβαίνετε, λίγο-πολύ, τί ἐννοοῦμε.
Καί, ἄν ἐπιμείνωμε ἀκόμα πιό πολύ, μέ τόν καιρό, καί δέν ἀποκάμωμε, δέν βαρεθοῦμε, δέν τά παρατήσωμε, ἐπιμείνωμε δηλαδή σ᾽ αὐτήν τήν προσευχή καί προσευχώμαστε γιά πολύ καιρό καί πολύ χρόνο τήν κάθε φορά καί ἐφαρμόζωμε ταυτόχρονα ὅλα τά προστάγματα τῆς Ἐκκλησίας μας – ἐπιμένομε σέ αὐτό – καί ἐάν εὐδοκήση ὁ καλός Θεός, τότε, ἴσως σέ μερικούς, δοθῆ πλέον τό χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὅσοι τό λάβουν θά μποροῦν νά λέγουν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ πλέον μέ τήν καρδιά ἄκοπα, ἀβίαστα, χωρίς τήν παραμικρή ἀπό τήν πλευρά τους πλέον προσπάθεια.
Ξανατονίζομε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνωμε ἐπιλεκτικά ὅ,τι μᾶς ἀρέσει, ὅσο μᾶς ἀρέσει καί ἄν μᾶς ἀρέση ἐπειδή θέλομε ὅλα νά τά κόβωμε στά δικά μας μέτρα καί σταθμά – αὐτό εἶναι ὀρθόδοξος προτεσταντισμός -, ἀλλά ἀπαραιτήτως πρέπει νά κάνωμε πλήρη ὑπακοή σέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά προστάγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Βέβαια, ἡ κατάστασις τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, κατά τήν ὁποία χωρίς πλέον καμμία ἀπολύτως βία καί προσπάθεια ἰδική μας αὐτόματα πηγάζει ἡ εὐχή μέσα ἀπό τήν καρδιά μας, εἶναι ἀναμφισβήτητα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε, ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός τελικά μόνο στούς πραγματικούς Του ἀγωνιστάς, στά πνευματικά Του παλληκάρια. Διαφορετικά, ἄν δέν ἐγίνετο ἔτσι, θά ἦτο ἀδικία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού ἀσφαλῶς εἶναι πέρα γιά πέρα ἄτοπο.
Ὅσοι δέν ἔχουν ἐκ πείρας αἰσθανθῆ αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρομε, νά μή προσπαθοῦν, νά μή »κουράζωνται», δέν μποροῦν μέ τίποτε νά τό καταλάβουν στό βάθος, πῶς δηλαδή ἡ καρδιά, χωρίς πλέον καμμία ἀπολύτως βία, μπορεῖ αὐτόματα νά λέγη τά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, ἐπειδή εἶναι ὄντως μυστήριο, προϊόν τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ προσευχή, ἄς μή γελιώμαστε, δέν μαθαίνεται οὔτε χαρίζεται παρά μόνο ἐκ πείρας μετά ἀπό προσωπικό μας ἀγῶνα. Ὅσο καί νά ἀκοῦμε, ὅσο καί νά μελετοῦμε, ἐάν δέν ἀγωνισθοῦμε σωστά, τότε μοιραῖα τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως, δέν θά ἐπιτύχωμε.
Ἐμεῖς ἐδῶ κατά τήν μικρή δύναμί μας ἁπλῶς δίνομε κάποιες ἁπλές κατευθυντήριες γραμμές, μέ τήν βοήθεια τῶν ὁποίων προσπαθοῦμε, ὄχι ἀσφαλῶς νά διδάξωμε, ἀλλά νά σᾶς παρακινήσωμε, ὥστε εἰ δυνατόν ὅλοι μας νά γευθοῦμε καί νά γνωρίσωμε προσωπικά τά ἀνεξάντλητα μυστήρια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ καθένας μας καταλαβαίνει τελικά, ἀνάλογα μέ τήν δική του πνευματική κατάστασι. Ἔτσι, ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος κάνη μάθημα γυμνασιακοῦ ἐπιπέδου σέ κάποιον ἀκροατή του πού εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, ὁ ἀκροατής, πού εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, δέν θά καταλάβη τίποτε περισσότερο παρά ὅσα εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, γιατί μόνο αὐτά κατέχει. Γι᾽ αὐτό, κι ἐμεῖς ἐδῶ δέν προσπαθοῦμε νά σᾶς μάθωμε αὐτήν τήν προσευχή, ἀλλά προσπαθοῦμε νά σᾶς δώσωμε ἁπλῶς τό ἔναυσμα γιά τήν προσευχή αὐτή.
Ὅπως, κατ᾽ ἀντιστοιχίαν καί κατ᾽ ἀναλογίαν, καί ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσο κι ἄν αὐτό πού θά ἀναφέρωμε μᾶς φανῆ παράξενο, δέν εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή ἡ ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἴσως ἐσφαλμένα θεωροῦμε καί νομίζωμε. Ἀλλά, τί εἶναι; Εἶναι ἡ θεωρία περί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἀποκάλυψι τελικά εἶναι θέμα προσωπικό τοῦ καθενός. Εἶναι θέμα τῆς προσωπικῆς του πλέον πεντηκοστῆς.
Γιά νά γίνωμε ἀκόμη πιό σαφεῖς, ἐπί παραδείγματι, ὅταν λέγη στό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός, ὅτι »Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου», αὐτήν τήν φρᾶσι, ἀλλοιῶς τήν καταλαβαίνει ἕνας ἐντελῶς ἀμύητος, ἀλλοιῶς ἕνας ἀμφιταλαντευόμενος, ἀλλοιῶς ἕνας χλιαρός, ἀλλοιῶς ἕνας εὐσυνείδητος, ἀλλοιῶς ἕνας ἀγωνιστής, διαφορετικά ὅμως ἕνας ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ἕνας ἅγιος Συμεών Νέος Θεολόγος.
Ἄς άναφέρωμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ὅταν ἐδιάβαζε ἕνας, μακαρίτης τώρα, καλός βέβαια κατά τά ἄλλα, καθηγητής Πανεπιστημίου παρακαλῶ, κομμάτια ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού περιέγραφε τόν ἀπερίγραπτο θεῖο ἔρωτά του, ὄχι ἁπλῶς δέν καταλάβαινε τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀλλά οὔτε κἄν ἐφαντάζετο, μέχρι ποῦ φθάνει τό ἄφθαστο μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μετάσχη στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλα αὐτά τά ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γραφόμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, δυστυχῶς, μοιραίως, τραγικώτατα, ποῦ τά ἀπέδιδε αὐτός ὁ καθηγητής; Τά ἀπέδιδε σέ ψυχολογικά προσωπικά φαινόμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅτι δηλαδή αὐτές οἱ ἐμπειρίες του ὠφείλοντο εἰς τήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἁγίου, εἰς τήν προσωπική του, θά λέγαμε, ψυχοσύνθεσι. Ἄν εἶναι δυνατόν! Ὦ τῆς συμφορᾶς! Ἄκουσον, ἄκουσον! Καί νά σκεφθῆτε, αὐτός ὁ καθηγητής ἦταν πέρα γιά πέρα ἀξιέπαινος στά ἄλλα θέματα. Εἶχε πάρα πολύ δηλαδή καλή διάθεσι, μέ πλούσιο, κατά τά ἄλλα, ἔργο. Σκεφθεῖτε λοιπόν νά διάβαζε, αὐτός ὁ καθηγητής, τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, στό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Ἅγιος – βέβαια αὐτήν τήν στιγμή δέν τό θυμᾶμαι ἀκριβῶς -, πού λέγει περίπου τά ἑξῆς: Ὅτι στήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἐλέγχει τά λόγια του, ἐνῶ ὅταν ἁρπαγῆ στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στήν θεωρία τοῦ θείου Φωτός, τότε παύουν τά λόγια καί οἱ στίχοι τῆς προσευχῆς, παύει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δέν ἐλέγχει τά λόγια τῆς προσευχῆς, ἀλλά τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει ἐκεῖ ὅπου καί ὅπως καί ὅσον ἀποκλειστικῶς τόν ὁδηγεῖ τό θεῖο Φῶς. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ὑπέρ νοῦν ἄρρητος θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπερτέρα πάσης προσευχῆς. Διότι, εἰς τήν κατάστασι αὐτή, μετ᾽ ἐκπλήξεως θεωρεῖ ὁ ἀγωνιστής τόν ὄντως μόνον Ἀθεώρητον. Τότε ὁρᾶ ἀοράτως τόν μόνον ὄντως ἀόρατο Θεό.
Καί, στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἕνα περιστατικό, ὅπου κάποιος θεόπτης ἀσκητής ἐφοβεῖτο δημόσια νά σηκώση τά χέρια του σέ στάσι προσευχῆς καί νά προσευχηθῆ στόν Θεό. Τί ἐφοβεῖτο νομίζετε; Ἐφοβεῖτο μή τυχόν καί ἁρπαγῆ, χωρίς ἐννοεῖται νά τό θέλη, στήν θέα τοῦ Θεοῦ, μήπως τόν ἐπισκεφθῆ ὁ Θεός καί οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν ἐξωτερικά μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό, χωρίς φυσικά ἐκεῖνος, στήν κατάστασι αὐτή τῆς ἁρπαγῆς, τῆς θείας μεθέξεως, νά μπορῆ να ἔχη ἐπαφή μέ τόν περιβάλλοντα γύρω του χῶρο… Αὐτό θά πῆ »Ὀρθοδοξία»! Ἐμπειρία ἀκτίστου Φωτός.
Ἀλλά, ἄς ἀναφέρωμε καί κάτι τό ἀντίστροφο. Κάποτε εἶπαν στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο γιά κάποιον ὁμιλητή, πού ἔλεγε γιά τό θεῖο Φῶς, πόσο ὡραῖο εἶναι καί πόσο ὡραῖα τά ἀνέφερε. Καί ἀπήντησε μέ πόνο ὁ μακαριστός Γέροντας καί εἶπε: «Ὡραῖα τά εἶπε ὁ ὁμιλητής. Δέν ἀμφιβάλλω. Ἀλλά τελικά μίλησε γι᾽ αὐτά πού δέν εἶδε, γι᾽ αὐτά πού δέν γνώριζε ὁ ἴδιος, ἐκ πείρας».
Σκεφθεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕναν πανέξυπνο, ἱκανώτατο, τυφλό ὅμως ἐκ γενετῆς, νά ἔχη σπουδάσει τά πάντα περί τοῦ αἰσθητοῦ φωτός, νά ξέρη ὅλες τίς θεωρίες, τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τό φῶς, νά μᾶς τά ἐξηγῆ ὅλα αὐτά θαυμάσια καί στό τέλος νά τοῦ κάνη κάποιος ἀκροατής του τήν ἑξῆς ἐρώτησι: »Ὅλα καλά, κύριε ὁμιλητά, ὅλα τέλεια τά ἀνεπτύξατε, ἀλλά πῆτε μας, ἔχετε δεῖ, ἐσεῖς, ποτέ τό φῶς, προσωπικά;» Καί ἐκεῖνος θά ἀναγκασθῆ νά πῆ: »Ἀλλοίμονό μου, δέν τό ἔχω δεῖ ποτέ μου. Δέν ἔχω αὐτήν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτός, γιατί ἁπλούστατα εἶμαι τυφλός ἐκ γενετῆς».
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄν ὄχι γιά νά τά μιμηθοῦμε, -πού θά ἔπρεπε, μετά διακρίσεως -, ἀλλά πρωτίστως γιά νά ταπεινωθοῦμε βαθειά μέσα μας καί νά μή νομίζωμε ὅτι κάτι εἴμαστε, ὅτι κάπου φθάσαμε πνευματικά, καί νά μή τρέφωμε προσωπικές αὐταπάτες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀποπλανοῦν ἀπό τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Γιατί, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός στήν γῆ, γιά νά μᾶς κάνη, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, μετόχους τῆς θείας Χάριτός Του. Δέν ἦλθε ὁ Χριστός ἁπλῶς γιά νά γίνωμε λίγο πιό καλοί ἄνθρωποι ἐξωτερικά, εὐσεβιστικά.
Σέ αὐτήν λοιπόν τήν μακαρία κατάστασι τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, ἡ καρδιά, ἀπό μόνη της, λέγει, ἀνερμηνεύτως, ἀνεξηγήτως, τήν εὐχή, παντοῦ καί πάντοτε, εἴτε ὁ ἄνθρωπος κάνει κάποια χειρονακτική ἐργασία, εἴτε ἀκόμη-ἀκόμη καί ἄν κάνη κάποια διανοητική ἐργασία. Ἐπί παραδείγματι, εἴτε κανείς περπατάει, εἴτε μιλάει, εἴτε ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται, καί ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμη καί ὅταν κάνη κάποια πρᾶξι ἀριθμητικῆς, ἤ, τέλος πάντων, κάποια ἐργασία ἡ ὁποία χρειάζεται ἐντεταμένη τήν προσοχή μας, παρ᾽ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν φυσικά ἔχη τήν καρδιακή προσευχή παγιωμένη μέσα του, μπορεῖ, παράλληλα μέ παντός εἴδους ἐργασίες, νά λέγη καί αὐτήν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, κατά τρόπο πάντα, τό τονίζομε, ἀνεξήγητο.
Ἄλλωστε, αὐτήν τήν μακαρία ὄντως κατάστασι ὑπαινίσσεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέγη τό »ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. 5, 17) καί τό ὁποῖο μᾶς δίνει ὡς ἐντολή ἤ, ὅπως ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, »ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα Ἀσμάτων 5, 2). Οὐσιαστικά λοιπόν αὐτήν τήν κατάστασι τῆς καρδιακῆς προσευχῆς ὑπαινίσσεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ἐντέλλεται σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς Χριστιανούς καί ὄχι μόνο στούς μοναχούς.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά σήμερα.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...