Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Καμιά φορά τόν ρωτούσαμε γιά κάτι, πού εἴχαμε τήν πρόθεσι νά κάνουμε στό μέλλον, κι᾿ ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε ὅτι θά μᾶς ἔλεγε τήν ἑπομένη, γιά νά μπορέσῃ νά προσευχηθῇ πρῶτα.
Κάποτε μᾶς εἶπε ἀποβραδύς:
Παιδιά, ἑτοιμασθῆτε καί τό πρωΐ, χαράματα, πάρτε τούς ντορβάδες σας καί πᾶτε στό τάδε μέρος νά φορτώσετε ξύλα. Τό πρωΐ, ἐνῶ εἴχαμε ἑτοιμασθῆ, μᾶς εἶπε:
Δέν θά πᾶτε.
Μά, Γέροντα, δέν εἴπατε ὅτι θά πᾶμε;
Δέν ἔχω πληροφορία.
Διότι τό βράδυ ἔκανε προσευχή γι᾿ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, ἄν πρέπει νά πᾶμε ἤ ὄχι.
Ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε κατόπιν πληροφορίας ἀπό τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό ὁ Γέροντας δέν ἔκανε κάτι καί ὕστερα νά μεταμεληθῇ. Γιά μᾶς ἦταν πηδάλιο. Μᾶς ἔλεγε ὅτι:
«ὅταν θέλῃ κανείς νά πληροφορηθῇ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (στήν περίπτωσι πού δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσῃ μέ τόν Πνευματικό του), νά ἀφήσῃ τελείως τίς δικές του σκέψεις καί νά προσευχηθῇ τρεῖς φορές, καί ὅπου κλίνῃ ἡ καρδιά του, ἐκεῖνο νά κάνῃ καί θά εἶναι κατά Θεόν. Ἀλλά ἐκεῖνοι, πού ἔχουν περισσότερη πρόοδο καί παρρησία στήν προσευχή τους, ἀκούουν εὐκρινέστερα τήν πληροφορία καί ἐνίοτε ἡ πληροφορία σχηματίζεται μέ φωνή ἤ ὀπτασία. Συνήθως ἔτσι ἐπληροφορεῖτο ὁ Γέροντας.
Καίτοι ἀπομονωμένος μέσα στό κελλί του, ἔδειχνε ὅτι γνώριζε τί συμβαίνει, ἔξω, πῶς κινούμεθα καί πῶς πορευόμεθα.
Κάποτε, ἐνῷ ἦταν κλεισμένος μέσα στό κελλάκι του κι᾿ ἔκανε προσευχή, χτυπάει ἡ πόρτα, (εἶχε ἔρθει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος, ἀλλά δέν τό ἤξερε ὁ Γέροντας πώς θά ἐρχόταν).
Ἄνοιξε, πάτερ Ἀθανάσιε, τοῦ εἶπε.
Πῶς ἤξερες, Γέροντα ὅτι θά ἐρχόμουν;
Καί ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
Καλά, δέν ἐρχόσουν ἀπό ἐκεῖνο τόν δρόμο καί πέρασες ἀπό τήν σπηλιά πού εἶνια ἡ Παναγία, ἄναψες τό καντηλάκι, κάθισες λίγο καί ξεκουράστηκες, κι᾿ ἀπό ᾿κεῖ τώρα ἦρθες ἐδῶ;
Ναί.
Σέ παρακολουθῶ ἀπό ποῦ ἔρχεσαι.
Ὁ πατήρ Ἰωσήφ ὁ νεώτερος, πλησίασε τότε τόν Γέροντα ζητώντας νά μάθῃ τόν τρόπο πού τό πληροφορήθηκε αὐτό καί τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
«Εἶναι καλύτερα νά σοῦ εὐχηθῶ νά τό αἰσθανθῇς μᾶλλον, παρά νά μάθῃς τό πῶς γίνεται σάν ξερή γνῶσι ὅμως, ἀφοῦ ἐπιμένεις, ἄκουσε:
Καθόμουν ἐδῶ στό παράθυρο μου γονατιστός, στά κουρέλια μου, κι᾿ ἔλεγα τήν εὐχή. Σέ μιά στιγμή, ὅπως κρατοῦσα τόν νοῦ μου στήν ἐνέργεια τῆς, αὐξήθηκε περισσότερο τό Φῶς καί ὁ νοῦς μου ἄρχισε νά πλατύνεται καί νά περισσεύῃ τόσο, πού ὅλα ἔγιναν φωτεινά πλέον καί ἔβλεπα ὅλη τήν πλευρά τοῦ τόπου μας. Ἀπό τά Κατουνάκια ὥς τά μοναστήρια κάτω…μέχρι τήν Δάφνη! καθώς καί πίσω μου καί τίποτα δέν μοῦ ἦταν ἀφανές ἤ ἄγνωστο. Τό δέ Φῶς ἐκεῖνο δέν ἦταν ὅπως τό φυσικό πού δίνει ὁ ἥλιος ἤ τό τεχνητό πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἦταν Φῶς ἐξαίσιο, λευκό, ἄϋλο, πού δέν εἶναι μόνον ἀπ᾿ ἔξω, καθώς τοῦτο τό φυσικό, πού ἐπιτρέπει στούς ἔχοντας ὅρασι νά βλέπουν ἐξωτερικά. Τό Φῶς ἐκεῖνο εἶναι καί μέσα στόν ἄνθρωπο καί τό αἰσθάνεται σάν δική του πνοή καί τόν γεμίζει σάν τροφή καί ἀναπνοή καί τόν ἐλαφρύνει ἀπό τό φυσικό του βάρος καί τόν μεταμορφώνει ἔτσι, ὥστε νά μήν ξέρῃ, ἄν ἔχῃ σῶμα καί βάρος ἤ περιορισμό τινά.
Τότε, εἶδα καί τόν Ἀθανάσιο νά ἔρχεται πρός ἐμᾶς ἀπό τήν στράτα τοῦ Ἁγίου Παύλου φορτωμένος μέ τόν μεγάλο ντορβᾶ του καί ἔμεινα νά τόν παρακολουθῶ, ἕως ὅτου ἦρθε μέχρις ἐδῶ. Τόν ἔβλεπα σ᾿ ὅλες του τίς κινήσεις, πού καθόταν νά ξεκουραστῇ ἤ ἀκουμποῦσε τό φορτίο του, στή πηγή τῆς Ἁγίας Ἄννας, στό μῦλο, ὅπου σταμάτησε καί ἤπε νερό, καί μέχρι πού ἔφτασε στήν πόρτα μας καί πῆρε τό κλειδί καί ἄνοιξε καί μπῆκε μέσα καί ἦθρε μπροστά μου καί ἔβαλε μετάνοια. Ἀλλά τί εἶναι αὐτό καί σᾶς ἔκανε τόση κατάπληξι;
Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἄνθρώπου καθαρισθῇ καί φωτισθῇ, ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει τόν δικό του φωτισμό, χωρίς τήν προσθήκη τῆς θείας Χάριτος, βλέπει καί πέραν τῶν δαιμόνων, καθώς λέγουν οἱ Πατέρες, τότε δέχεται ἐπιπροσθέτως καί τόν φωτισμό τῆς θείας Χάριτος, ὥστε αὐτή νά μπορῇ νά μένῃ μόνιμα σ᾿ αὐτόν καί τότε τόν ἁρπάζει σέ θεωρίες καί ὁράσεις, ὅπως καί ὅσο γνωρίζει αὐτή.
Μπορεῖ ὅμως καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θέλῃ νά δῇ ἤ νά μάθῃ κάτι πού τόν ἐνδιαφέρει, νά τό ζητήσῃ στήν προσευχή του καί νά ἐνεργήσῃ ἡ Χάρις νά τοῦ πληρώσῃ τό αἵτημα, ἐπειδή τό ζήτησε αὐτός. Νομίζω ὅμως ὅτι οἱ εὐλαβεῖς ἀποφεύγουν νά τό ζητοῦν αὐτό ἐκτός μεγάλης ἀνάγκης. Πάντως, ὁ Κύριος «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν ἐπακούσεται».1
………….
Κάποτε ὁ Γέροντας ἔστειλε μιά ἐπιστολή στόν πρώην ὑποτακτικό του παπα-Ἐφραίμ, πού εἶχε φύγει στόν Βόλο. Μετά ἀπό λίγο ἔγινε μέσα στόν Γέροντα μία ἀλλοίωσις ἀπέναντί του. Τόν φιλοῦσε νοερῶς καί ἀποροῦσε:
«Τί ἆραγε νά σημαίνῃ αὐτό; Ἤ μεγάλη φροντίδα ἔχει ὁ ἀγαθός μου υἱός δι᾿ ἠμᾶς νά μᾶς ἀναπαύσῃ ἤ κάτι ἄλλο τοῦ ἐσυνέβη».
Καί πράγματι, δέν πέρασε πολύς καιρός καί ἔλαβε ἕνα δέμα ἀπ᾿ αὐτόν μαζί μ᾿ ἕνα γράμμα καί τότε κατάλαβε ὁ Γέροντας ὅτι αὐτό ἦταν. Καί τοῦ ἔγραψε:
«Θαυμάζω τάς νοεράς παρακλητικάς καί πληροφορητικάς κινήσεις τοῦ πανσόφου Θεοῦ, πῶς ταχέως δίδει τήν εἴδησιν, ὅταν ὁ ἕτερος ἀλλοιοῦται! Πνευματικός σύνδεσμος, ἀόρατος ἐπικοινωνία, ἀγάπης ἀνταλλαγή, πληροφορία Θεοῦ. Οὐδέν γλυκύτερον ἤ θυμηδέστερον ὡς τό διανοεῖσθαι τάς θείας κινήσεις».2
μαζί μέ τούς πολλούς ὀνειδισμούς πού ἄκουγα συνέχεια ἀπό τόν Γέροντα, πολλές φορές μέ προσφώνησε αὐθόρμητα: «ἅγιε καθηγούμενε». Ἐγώ φυσικά δέν ἔδινα σημασία καί τό ξέχασα, ἀφοῦ μοῦ φαινόταν ὅτι μέ πείραζε χαϊδευτικά.
Ἀλλά οἱ ἄλλοι τό παρατήρησαν, διότι δέν προσφώνησε κανέναν ἄλλον ἔτσι. Λέγανε μεταξύ τους μέ ἀπορία:
«Τό Γιαννάκι θά γίνῃ ἡγούμενος;» Καί αφοῦ τό εἶπε μερικές φορές, σκεφτόντουσαν «Ἀσφαλῶς θά γίνῃ». Ἀργότερα, ὅταν ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία του καί ἔγινα ἡγούμενος, μοῦ τό ὑπενθύμισαν οἱ παραδελφοί μου. Ἦταν πεπεισμένοι ὅτι τό προέβλεψε ὁ Γέροντας.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
1Ψαλμ. 144 : 19.
2Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις… σελ. 430.
http://www.hristospanagia.gr/?p=42553#more-42553