Ἡ
ὑπέρβαση τῶν ὁρίων, πού θέτουν τά δόγματα ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀπώλεια.
Ἄν λ.χ. κάποιος δέν πιστεύει σωστά στό Τριαδικό δόγμα, καί σφάλλει ἐν
γνώσει του, ἔστω καί ἐλάχιστα, ὡς πρός αὐτό, μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι αὐτό τό «ἐλάχιστα», τόν βγάζει ἔξω ἀπό αὐτό
τό πλαίσιο τῆς ζωῆς, δηλαδή ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κι αὐτό διότι ἡ ζωή
τοῦ πιστοῦ πρέπει νά εἶναι ζωή κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή
ζωή ἑνότητος ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός, πού εἶναι ταυτή μέ τήν δόξα τοῦ
Υἱοῦ καί τήν δόξα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ
μετοχή μας σ’ αὐτήν τήν ἄκτιστη Θεία δόξα, τήν ὁποία προσφέρει ὁ
Χριστός στούς γνήσιους μαθητές Του, μᾶς κάνει «ἕνα» μεταξύ μας, στήν
οἰκογένεια, στήν ἐνορία, στό μοναστήρι, στήν Μητρόπολη, σ’ ὁλόκληρη τήν
Ἐκκλησία. Ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν γινόμαστε «ἕνα» μεταξύ μας[33], καθώς καί μέ τόν Κύριο, διά τῆς μετοχῆς μας στήν ἄκτιστη θεοποιό Θεία ἐνέργεια. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ζοῦμε Ἁγιοτριαδικά, δηλ. ὅταν ἔχουμε: α) μία ψυχή, μία καρδιά[34], β) ἕνα φρόνημα (γιά τήν ἀκρίβεια: ταὐτό φρόνημα), καί γ) μία ἐνέργεια (γιά τήν ἀκρίβεια: ταὐτή ἐνέργεια).
Τότε,
ὄντες ἑνωμένοι διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ὁμοιάζουμε στόν Χριστό καί
εἰκονίζουμε τήν Ἁγία Τριάδα. Τό ὡραιότερο πρᾶγμα, πού μπορεῖ νά ζήσει
κανείς, εἶναι νά βιώσει αὐτήν τήν καθολική ἑνότητα· νά νιώσει «ἕνα» μ’
ὅλους τούς ἀνθρώπους στή γῆ[35].
Ἄν καί οἱ ἄλλοι συμμερίζονται τό ἴδιο συναίσθημα, τό ἴδιο βίωμα, μ’
ἐμᾶς, τότε ἀκόμη πιό ἔντονα καί πραγματικά ζοῦμε ἀπό τώρα στόν
Παράδεισο. Ὅμως, αὐτό, μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὀρθῆς πίστεως
καί τῆς ὀρθῆς ζωῆς εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ[36]. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τά θεραπευτικά της μέσα, μεταμορφώνει τήν κοινωνία «ἀπὸ συγκροτήματα ἐγωϊστικῶν καὶἐγωκεντρικῶν ἀτόμων εἰς κοινωνίαν ἀνθρώπων μὲἀνιδιοτελῆἀγάπην, «ἥτις οὐ ζητεῖ τὰἑαυτῆς»»[37], παρατηρεῖ ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Οἱ
ἄνθρωποι, πού ἔχουν θεραπευθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, τό μοναδικό
Ψυχ-ιατρεῖο, ἀκολουθώντας τόν μοναδικό «Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων
μας»[38],
τόν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτοί μόνον, εἶναι ἱκανοί νά ἀγαπήσουν ἀληθινά
(ἀνιδιοτελῶς, χωρίς ὅρια, χωρίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς τους,
μέ προσωπική θυσία), ἔτσι ὥστε ὁ καθένας νά ζεῖ στήν καρδιά τοῦ ἄλλου,
ὁ καθένας νά ζεῖ γιά τόν Χριστό καί γιά τόν ἄλλο καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό
του. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο, τό κυρίαρχο καί κατ’ ἐξοχήν εὐάρεστο, τό
«προηγούμενο», ἤ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Χριστοῦ : Νά γίνουμε ὅλοι «ἕνα
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», νά ζοῦμε μέσα σέ ὅλους καί ὅλοι μέσα μας. Αὐτό ζήτησε
ὁ Κύριος στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἵνα ὦσιν ἕν»[39].
Αὐτό ὅμως δέν ἐπιτυγχάνεται, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει σωστά στό
Τριαδικό δόγμα. Ὅταν ἀπωλεσθεῖ, λόγῳ τῆς αἵρεσης, αὐτό τό πρότυπο,
χάνεται ἡ θεραπευτική συνταγή γιά τήν ψυχοσωματική θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου
ἀλλά καί τῆς κοινωνίας.
Ὅταν
πάλι, κάποιος δέν πιστεύει σωστά στό Χριστολογικό δόγμα καί γιά
παράδειγμα ἀπορρίπτει τόν Χριστό ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεάνθρωπο Κύριο,
τότε ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν δέχεται οὔτε τόν Θεό
Πατέρα· δέν ἔχει τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ἔχει γιά πατέρα τό σατανά[40]
καί αὐτοῦ τό θέλημα κάνει. Δέν μπορεῖ νά ζήσει σωστά, διότι ἀφοῦ δέν
δέχεται τόν Θεό, δέν Τοῦ ἐπιτρέπει νά ἐνεργήσει μέσα του καί νά τόν
καθαρίσει. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πρόσβαση στόν Θεό Πατέρα, ἀφοῦ ἡ
Ὁδός γιά τόν Πατέρα εἶναι ὁ Χριστός[41].
Χωρίς πρόσβαση στόν Χριστό πάλι, δέν μποροῦμε νά κάνουμε κανένα καλό,
ἀφοῦ ὁ Χριστός μας μᾶς τόνισε ὅτι: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[42]· κανένα καλό δέν μποροῦμε νά κάνουμε χωρίς τόν Θεό[43].
Ἑπομένως χωρίς σωστή πίστη ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νά κάνει
ὁποιοδήποτε καλό ἔργο. Βλέπουμε λοιπόν καί ἐδῶ τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν
δύο αὐτῶν πραγματικοτήτων 1)τῆς ἀλήθειας-πίστεως καί 2)τῆς ζωῆς. Χωρίς
ὀρθή πίστη δέν μποροῦμε νά ἔχουμε, οὔτε ἀληθινά ὀρθή ζωή διότι
στερούμεθα τήν πηγή αὐτῆς τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ Θεία Χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Στή συνέχεια, ὁ ἄνθρωπος πού δέν ζεῖ σωστά, ἄν δέν μετανοήσει, θά
ἀπωλέσει καί τήν ὅποια πίστη του καί καθίσταται ἀνίκανος νά πιστεύσει.
Αὐτό βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας πρός τούς ὑπερήφανους καί
διαβρωμένους ἀπό τήν κενοδοξία-ἀνθρωπαρέσκεια Φαρισαίους: «Πῶς δύνασθε
ὑμεῖς πιστεῦσαι δόξαν παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ
τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;»[44].
Βλέπουμε τήν ἔκπτωση στά θέματα τοῦ δόγματος καί τήν εὐκολία μέ τήν
ὁποία πολλοί ταυτίζουν-ἐξισώνουν τήν ὀρθοδοξία μέ τήν ἑτεροδοξία ἤ
ἐλαχιστοποιοῦν τίς δογματικές διαφορές. Δυστυχῶς πίσω ἀπό τέτοιες
δραστηριότητες διαπιστώνεται διαχρονικά διαβρωμένη ἠθική ζωή καί
προπάντων μεγάλη ὑπερηφάνεια, πού εἶναι μέγιστη ἀκαθαρσία καί ἁμαρτία
γιά τόν ἄνθρωπο.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[33]Βίος καί Λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Ζ΄ ἔκδοση, Χανιά 2006 (στό ἑξῆς Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, ), σελ. 196.
[34] Πρβλ. Πράξεις 4, 32.
[35] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 196.
[36]
Μόνο ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἄνθρωποι, μποροῦν (ἀποβάλλοντας τήν
φιλαυτία τους, τήν ὑπερηφάνεια καί τό θέλημά τους) νά ἀγαπήσουν καί νά
ἀγαπηθοῦν ἀληθινά.
[37] Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Α΄, Εἰσαγωγή: Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της, σελ. 12.
[38] Πρβλ. Πατερική θεολογία, Ποιός εἶναι «ψυχοπαθής» κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 22-25 καί Ἐνορία. Σκοπός ἡ θεραπεία, σελ. 25-28.
[39] Ἰωάν. 17, 11·22.
[40] Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, συζητώντας μέ τούς Ἰουδάίους, πού δέν τόν δέχονταν.
[41] Ὁ Χριστός μᾶς λέγει ὅτι «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
[42]Ἰωάν. 15, 5.
[43] Βλ. καί αὐτό πού ὁμολογοῦμε στήν Θ. Λειτουργία ὅτι: «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον».