Κατ’ ἐξοχήν ἡ ἀρετή τῆς ὑπακοῆς στίς
ἐντολές τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑπακοῆς στόν Γέροντα-Πνευματικό ὁδηγό
προβάλλεται στό Μοναχισμό. Ὁ μοναχισμός ὡς συνέχεια τῆς ζωῆς τῶν πρώτων
χριστιανῶν[1] εἶναι ὁ συνεπής χριστιανισμός, καί ἡ πλήρης μίμηση τῆς
ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχός λαμβάνει τίς ἐντολές τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὡς ἀπό στόματος Θεοῦ καί αὐτές ἀποτελοῦν μία δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου του. Ἐάν ὑπακούσει θά λάβει τήν ἐνυπόστατη Χάρη τῆς Θεώσεως.
Ἡ λειτουργία τῆς ὑπακοῆς τοῦ μοναχοῦ μέσα στό Μοναστῆρι εἶναι ἀνάλογη τῆς λειτουργίας τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν Παράδεισο. Ὅ, τι δέν κατάφεραν οἱ Πρωτόπλαστοι ἀγωνίζεται νά κατορθώσει ὁ Μοναχός.
Ἡ λειτουργία τῆς ὑπακοῆς μέσα στήν πρώτη (ἀρχέγονη) ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν Πρωτοπλάστων δέν ὁλοκληρώθηκε. Ὅ,τι ἔμεινε ἀτελές καί ἀπραγματοποίητο ἐκεῖ, ἀγωνίζεται νά τελειώσει καί νά πραγματώσει ὁ Μοναχός στήν ἔρημο ἤ στό κοινόβιο.«Ὁρατός Θεός» κατά τόν σεβαστό Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη εἶναι ὁ Γέροντας. Ἡ ὑπακοή ἑπομένως, πού γίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τόν μοναχό-ὑποτακτικό «ἀνατρέχει»(ἀναφέρεται) τελικά στόν Θεό.
«Πιστέψατέ μου» παρατηρεῖ ὁ Πατερικός θεοφώτιστος Γέρων Ἐφραίμ, «μὲ πεῖρα σᾶς μιλῶ, μὲ εἰλικρίνεια σᾶς λέω. Ὅποιος ὑποτακτικὸς φθάση στὴν τελειότητα τῆς ὑπακοῆς, δὲν φοβᾶται Θεό. Οὔτε τὴν Κρίση, οὔτε τὴ Δευτέρα Παρουσία. Φοβᾶται μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ Γέροντα νὰ μὴ λυπήση. Ὁ Γέροντας εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεός. Λύπησες τὸν Γέροντα, λύπησες τὸν Θεό. Ἀνέπαυσες τὸν Γέροντα, ἀνέπαυσες τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἤξεραν τί ἔλεγαν: Ὑπακοὴ -ζωή, παρακοὴ-θάνατος. Δὲν θέλει ἐδῶ οὔτε μεταλήψεις, οὔτε ἀγῶνες, οὔτε φιλοξενίες, οὔτε νοερὲς προσευχές. Ὅλα μπροστὰ στὴν ὑπακοὴ καταργοῦνται. Δέκα φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ μεταλαμβάνεις, ἂν δὲν κάνης ὑπακοή, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση»[2].
Οἱ μοναχοί εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος «Φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων μοναδική πολιτεία»[3].
Στό μέτρο πού κανείς ἀρνεῖται τό θέλημά του καί κάνει ὑπακοή στόν Πνευματικό του Πατέρα, ἀναπαύει τόν Θεό. Ἐάν δέν κάνει ὑπακοή δέν ὠφελεῖται οὔτε ἀπό τίς προσευχές, οὔτε ἀπό τίς νηστεῖες, οὔτε ἀπό τήν Θεία Μετάληψη.
Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου εἶναι ἀπόλυτα θεραπευτική καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, τούς ἐρημῖτες καί ἀσκητές τῶν πόλεων, τούς οὐρανοπολίτες μιμητές τοῦ Τέλειου Ὑποτακτικοῦ τοῦ Χριστοῦ Μας.
Ὁ Κύριος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[4] στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του καί Πατέρα Μας. Μᾶς καλεῖ στήν μίμησή Του γιά νά μᾶς σώσει καί θεώσει.
Ἄς μήν ὑποκύπτουμε σέ θεωρίες τοῦ τύπου: «Ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τούς μοναχούς. Μήν ψάχνεις γιά ὑπακοές στούς λαϊκούς»…Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη καί ἀναγκαία γιά τή σωτηρία μας καθώς εἶναι μίμηση Χριστοῦ καί ἀπόδειξη ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε.
«Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει» εἶπε ὁ Κύριος «αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ»[5] διά τῆς ἐλεύθερης καί χαρούμενης (ὅπως δίδασκε ὁ μακαριστός Γέρων Πορφύριος) ὑπακοῆς.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχός λαμβάνει τίς ἐντολές τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὡς ἀπό στόματος Θεοῦ καί αὐτές ἀποτελοῦν μία δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου του. Ἐάν ὑπακούσει θά λάβει τήν ἐνυπόστατη Χάρη τῆς Θεώσεως.
Ἡ λειτουργία τῆς ὑπακοῆς τοῦ μοναχοῦ μέσα στό Μοναστῆρι εἶναι ἀνάλογη τῆς λειτουργίας τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν Παράδεισο. Ὅ, τι δέν κατάφεραν οἱ Πρωτόπλαστοι ἀγωνίζεται νά κατορθώσει ὁ Μοναχός.
Ἡ λειτουργία τῆς ὑπακοῆς μέσα στήν πρώτη (ἀρχέγονη) ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν Πρωτοπλάστων δέν ὁλοκληρώθηκε. Ὅ,τι ἔμεινε ἀτελές καί ἀπραγματοποίητο ἐκεῖ, ἀγωνίζεται νά τελειώσει καί νά πραγματώσει ὁ Μοναχός στήν ἔρημο ἤ στό κοινόβιο.«Ὁρατός Θεός» κατά τόν σεβαστό Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη εἶναι ὁ Γέροντας. Ἡ ὑπακοή ἑπομένως, πού γίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τόν μοναχό-ὑποτακτικό «ἀνατρέχει»(ἀναφέρεται) τελικά στόν Θεό.
«Πιστέψατέ μου» παρατηρεῖ ὁ Πατερικός θεοφώτιστος Γέρων Ἐφραίμ, «μὲ πεῖρα σᾶς μιλῶ, μὲ εἰλικρίνεια σᾶς λέω. Ὅποιος ὑποτακτικὸς φθάση στὴν τελειότητα τῆς ὑπακοῆς, δὲν φοβᾶται Θεό. Οὔτε τὴν Κρίση, οὔτε τὴ Δευτέρα Παρουσία. Φοβᾶται μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ Γέροντα νὰ μὴ λυπήση. Ὁ Γέροντας εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεός. Λύπησες τὸν Γέροντα, λύπησες τὸν Θεό. Ἀνέπαυσες τὸν Γέροντα, ἀνέπαυσες τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἤξεραν τί ἔλεγαν: Ὑπακοὴ -ζωή, παρακοὴ-θάνατος. Δὲν θέλει ἐδῶ οὔτε μεταλήψεις, οὔτε ἀγῶνες, οὔτε φιλοξενίες, οὔτε νοερὲς προσευχές. Ὅλα μπροστὰ στὴν ὑπακοὴ καταργοῦνται. Δέκα φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ μεταλαμβάνεις, ἂν δὲν κάνης ὑπακοή, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση»[2].
Οἱ μοναχοί εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος «Φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων μοναδική πολιτεία»[3].
Στό μέτρο πού κανείς ἀρνεῖται τό θέλημά του καί κάνει ὑπακοή στόν Πνευματικό του Πατέρα, ἀναπαύει τόν Θεό. Ἐάν δέν κάνει ὑπακοή δέν ὠφελεῖται οὔτε ἀπό τίς προσευχές, οὔτε ἀπό τίς νηστεῖες, οὔτε ἀπό τήν Θεία Μετάληψη.
Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου εἶναι ἀπόλυτα θεραπευτική καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, τούς ἐρημῖτες καί ἀσκητές τῶν πόλεων, τούς οὐρανοπολίτες μιμητές τοῦ Τέλειου Ὑποτακτικοῦ τοῦ Χριστοῦ Μας.
Ὁ Κύριος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[4] στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του καί Πατέρα Μας. Μᾶς καλεῖ στήν μίμησή Του γιά νά μᾶς σώσει καί θεώσει.
Ἄς μήν ὑποκύπτουμε σέ θεωρίες τοῦ τύπου: «Ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τούς μοναχούς. Μήν ψάχνεις γιά ὑπακοές στούς λαϊκούς»…Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη καί ἀναγκαία γιά τή σωτηρία μας καθώς εἶναι μίμηση Χριστοῦ καί ἀπόδειξη ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε.
«Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει» εἶπε ὁ Κύριος «αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ»[5] διά τῆς ἐλεύθερης καί χαρούμενης (ὅπως δίδασκε ὁ μακαριστός Γέρων Πορφύριος) ὑπακοῆς.
Ἀρχ. Σάββας Ἀγιορείτης
[1] Τό πρῶτο ὄνομα τοῦ μοναχισμοῦ ἦταν ἀποστολική ζωή, δηλαδή ζωή σύμφωνη μέ τήν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
[2] Συμβουλὲς τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος Ἱερομόναχου Ἐφραὶμ
Κατουνακιώτου στὴν ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ, http://www.pigizois.net/ pneumatikoi_logoi/ajia_ ipakois.htm
Κατουνακιώτου στὴν ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ, http://www.pigizois.net/
[3] Κλῖμαξ, Κστ΄, 23.
[4] Φιλιπ. 2, 8.
[5] Ἰωάν. 14, 21.