«Περί Μυστικής Θεολογίας – Κεφάλαιο 1″
2.
Πρόσεχε όμως να μην ακούσει κανένας αμύητος αυτά τα μυστικά. Κι εννοώ
με τον όρο «αμύητοι» εκείνους που είναι εμπεπλεγμένοι στα αισθητά όντα
και δεν φαντάζονται ότι υπάρχει κάτι υπερούσιο επάνω από τα όντα, αλλά
νομίζουν ότι με την γνωστική τους ικανότητα μπορούν να γνωρίσουν αυτόν
που έχει ορίσει το σκότος κρυψώνα του. Αν τώρα οι θείες μυσταγωγίες
είναι επάνω από τις δυνάμεις των αμύητων, τι θα έλεγε κανείς για τους
περισσότερο αμύστους, οι οποίοι την υπερκειμένη αιτία των όλων
χαρακτηρίζουν με βάση τα χαμηλότερα όντα, κι ισχυρίζονται ότι δεν
υπερέχει καθόλου από τα αθεϊστικά και πολύμορφα είδωλα που αυτοί
κατασκευάζουν;Η
αλήθεια είναι ότι πρέπει από το ένα μέρος ν’ αποδίδωμε σ’ αυτήν
καταφατικά όλες τις θέσεις των όντων, σαν αιτία των όλων κι από το άλλο
σωστότερα να τις αποφάσκωμε όλες, με την πεποίθηση ότι υπερβαίνει τα
πάντα και να μη νομίζομε ότι οι απο-φάσεις αντίκενται στις κατα-φάσεις
αλλά να νομίζομε ότι αυτή πολύ πρωτύτερα υπερβαίνει τις στερήσεις, διότι
ευρίσκεται επάνω από κάθε αφαίρεση και θέση.
3. Πραγματικά ο θείος Μωυσής δεν παίρνει απλώς την εντολή να καθαρθεί πρώτα ο ίδιος κι έπειτα να χωρισθεί από τους ακαθάρτους. αλλά έπειτα από την τελεία κάθαρση ακούει τις πολύφωνες σάλπιγγες, βλέπει πολλά φώτα που στέλλουν αστραπτερές και πολύχυτες ακτίνες. Ύστερα χωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εγκρίτους ιερείς φθάνει στην κορυφή των θείων αναβάσεων. Κι εν τούτοις εκεί δεν συναντάται με τον ίδιο τον Θεό και δεν βλέπει αυτόν (διότι αυτός είναι αθέατος), αλλά τον τόπο όπου ευρίσκεται αυτός.
Τούτο νομίζω ότι σημαίνει ότι τα
θεία και κορυφαία από τα οράματα και τα νοήματα είναι σπερματικοί λόγοι
των πραγμάτων που είναι υποτεταγμένα στον υπέρτατο όλων, με τους οποίους
φανερώνεται η επάνω από κάθε κατάληψη παρουσία των που επιβαίνει στις
νοητές κορυφές των αγιοτάτων τόπων του. Τότε ο Μωυσής αποδεσμεύεται και
από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στο γνόφο της
αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές
αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγικτο και αόρατο, παραδίδεται
ολόκληρος στο επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε
κανένα άλλον. και, κατόπιν της ανενεργησίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε
ανώτερο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μη γνωρίζει τίποτε,
γνωρίζει πέρα από κάθε νόηση.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
2. Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ· τούτους δέ φημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄντα ὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλ’ οἰομένους εἰδέναι τῇ καθ’ αὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρ τούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλον ἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶ τῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπ’ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.
3. Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίαν εἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συν τετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶ πολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶ ἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴν ὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶ ἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰ διαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασιν ὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγους οὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ» ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχ ἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶ αὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσιν ἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰς ἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας· εἶτα τῶν πολλῶν ἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ, θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτο δὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶ νοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷ πάντα ὑπερέχοντι, δι’ ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσία δείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπων ἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντως μυστικόν, καθ’ ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινα καὶ οὐδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇ πάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷ μηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.